βραδυπόρος

βραδυπόρος
βραδυπόρος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βαδίζει αργά
αρχ.
1. αργός, νωθρός
2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» — πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο
3. (για τροφή) δύσπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πορος < πόρος «πέρασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βραδυπόρος — slow passing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπορώτερον — βραδυπόρος slow passing masc acc comp sg βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc comp sg βραδυπόρος slow passing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπόρον — βραδυπόρος slow passing masc/fem acc sg βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπορώτερα — βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπορώτεροι — βραδυπόρος slow passing masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπορώτερος — βραδυπόρος slow passing masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπόρα — βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπόροι — βραδυπόρος slow passing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπόροις — βραδυπόρος slow passing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπόρου — βραδυπόρος slow passing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”